- λογχοποιία
- λογχοποιΐα, ἡ (Α) [λογχοποιός]η κατασκευή λογχών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογχοποιίας — λογχοποιίᾱς , λογχοποιία manufactory of spears fem acc pl λογχοποιίᾱς , λογχοποιία manufactory of spears fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek